επεργάζομαι

Revision as of 12:37, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπεργάζομαι (Α)
1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ' ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.)
2. καλλιεργώ, οργώνω
3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία
4. συζητώ, πραγματεύομαι
5. παθ. είμαι σκαλισμένος («ἐπείργασται... πολλὰ μὲν τῶν ἄθλων Ἡρακλέους», Παυσ.).