λιμνουργός

Revision as of 20:14, 19 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ,

   A one who works in lakes (λίμναι), fisherman, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille dans les étangs ou les lacs, pêcheur.
Étymologie: λίμνη, ἔργον.

Greek Monolingual

λιμνουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

λιμνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που εργάζεται στις λίμνες, ψαράς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λιμνουργός: ὁ труженик озер, т. е. рыболов, рыбак Plut.

Middle Liddell

λιμν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
one who works in λίμναι, a fisherman, Plut.