κορσός

Revision as of 15:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

English (LSJ)

ὁ,

   A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].

Frisk Etymological English

-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.

Frisk Etymology German

κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923