κορσός

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσός Medium diacritics: κορσός Low diacritics: κορσός Capitals: ΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: korsós Transliteration B: korsos Transliteration C: korsos Beta Code: korso/s

English (LSJ)

ὁ, = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].

Frisk Etymological English

-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.

Frisk Etymology German

κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923

German (Pape)

ὁ, erkl. Hesych. κορμός.