πλάθανον

Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τό,

   A dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.

German (Pape)

[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθενδούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monotonic

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.

Russian (Dvoretsky)

πλάθᾰνον: τό, v. l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr. {{etym |etymtx=Grammatical information: n.
Meaning: cake mould, -form. (Theoc., Nic.).
Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.
Derivatives: -ανίτας ἄμυλος cake baked in a mould (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. image, εἰκών (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω{{)}. }}

Middle Liddell

πλά˘θᾰνον, ου, τό, πλατύς
a mould in which cakes were baked, Theocr.

Frisk Etymology German

πλάθανον: {pláthanon}
Grammar: n.
See also: s. πλάσσω.
Page 2,549