κημόω

Revision as of 20:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

(κημός)

   A muzzle a horse, X.Eq.5.3.    II Medic., = φιμόω, τὸν ὀφθαλμόν Sch.Ar.Eq.1147.    III fit with the κημός 1.4, πολιῷ δ' ἐπὶ πολλάκι λωτῷ κημωθεὶς (cj. Herm.for κνημωθεὶς) κώμους εἶχε σὺν Ἐξαμύῃ Hermesian.7.38.

German (Pape)

[Seite 1431] dem Pferde den Maulkorb anlegen, ἀεὶ ὅποι ἂν ἀχαλίνωτον ἄγῃ (τὸν ἵππον) κημοῦν δεῖ Xen. de re equ. 5, 3; Poll. 1, 202. S. κημός.

Greek (Liddell-Scott)

κημόω: (κημὸς) βάλλω περὶ τὸ στόμα τοῦ ἵππου τὸν κημόν, Ξεν. Ἱππ. 5, 3· τοὺς βοῦς Ἰω. Χρυσ. ΙΙ. κλείω πληγήν, Σχολ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
museler (un cheval ou un bœuf).
Étymologie: κημός.

Greek Monotonic

κημόω: (κημός), βάζω φίμωτρο σε άλογο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κημόω [κημός] muilbanden, een muilband aandoen.

Russian (Dvoretsky)

κημόω: надевать намордник (sc. τὸν ἵππον Xen.).

Middle Liddell

κημόω, κημός
to muzzle a horse, Xen.

Chinese

原文音譯:fimÒw 非摩哦

詞類次數:動詞(8)

原文字根:(動物的)口絡鼻籠 相當於: (חָסַם‎)

字義溯源:籠住嘴,靜了罷,不要作聲,無言可答,啞口無言,堵住了口,緊閉,無聲;源自(ταπεινόφρων / φιλόφρων)X*=口絡鼻籠)

出現次數:總共(8);太(2);可(2);路(1);林前(1);提前(1);彼前(1)

譯字彙編

1) 不要作聲(2) 可1:25; 路4:35;

2) 他堵住了⋯口(1) 太22:34;

3) 籠住⋯嘴(1) 林前9:9;

4) 啞口無言(1) 彼前2:15;

5) 籠住嘴(1) 提前5:18;

6) 靜了罷(1) 可4:39;

7) 無言可答(1) 太22:12