προφῆτις

Revision as of 21:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ιδος, fem. of προφήτης, esp. of the Pythia, E.Ion 42,321, Pl.Phdr.244a, Phld.Acad.Ind.p.26 M.: generally, CIG3796 (Chalcedon), LXX Ex.15.20, Jd.4.4, Schwyzer633.20 (Eresus, ii/i B.C.): metaph.,

   A π. τῆς ἀληθείας D.S.1.2.    2 prophet's wife, LXXIs. 8.3.

German (Pape)

[Seite 797] ιδος, ἡ, fem. von προφήτης; Eur. Ion 42. 321; ἡ ἐν Δελφοῖς, Plat. Phaedr. 244 a; ἡ πρ. γραμματικὴ αὐτῶν, S. Emp. adv. gramm. 279.

Greek (Liddell-Scott)

προφῆτις: ῐδος, θηλ. τοῦ προφήτης, ἐπὶ τῆς Πυθίας, Εὐρ. Ἴων 42, 321, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3796· πρ. τῆς ἀληθείας Διόδ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
fém. de προφήτης.

English (Strong)

feminine of προφήτης; a female foreteller or an inspired woman: prophetess.

English (Thayer)

προφητιδος, ἡ (προφήτης), the Sept. for נְבִיאָה, a prophetess (Vulg., Tertullian prophetissa, prophetis), a woman to whom future events or things hidden from others are at times revealed, either by inspiration or by dreams and visions: a female who declares or interprets oracles (Euripides, Plato, Plutarch): ἡ προφῆτις τῆς ἀληθείας ἱστορία, Diodorus 1,2.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προφήτης.

Greek Monotonic

προφῆτις: -ιδος, θηλ. του προφήτης, λέγεται για την Πυθία, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφῆτις -ιδος, ἡ [προφήτης] profetes.

Russian (Dvoretsky)

προφῆτις: ιδος ἡ
1) провозвестница (τῆς ἀληθείας Diod.);
2) прорицательница (ἡ ἐν Δελφοῖς π. Plat.);
3) истолковательница (ἡ π. γραμματική, sc. τῶν ποιητῶν Sext.);
4) пророчица NT.

Middle Liddell

προφῆτις, ιδος, [fem. of προφήτης
of the Pythia, Eur.

Chinese

原文音譯:profÁtij 普羅-費提士

詞類次數:名詞(2)

原文字根:以前-宣稱(女士)

字義溯源:女先知,受感說話的女人,先知;源自(προφήτης)=說預言者,先知),由(πρό)*=先前)與(φημί)=說明)組成,其中 (φημί)出自(φῶς)=光)。而 (φῶς)又出自 (φαῦλος)X*=顯示

出現次數:總共(2);路(1);啓(1)

譯字彙編

1) 先知(1) 啓2:20;

2) 女先知(1) 路2:36