достойный порицания
Russian > Greek
μωμητός, ἐλεγχής, κατάμομφος, ὑπαίτιος, ἐπίμομφος, ψεκτός, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἐπίψογος, ἐπιλήψιμος, ἐπιμεμφής, ἐπιμωμητός, ἐπιμωματός, ἐπίρροθος
μωμητός, ἐλεγχής, κατάμομφος, ὑπαίτιος, ἐπίμομφος, ψεκτός, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἐπίψογος, ἐπιλήψιμος, ἐπιμεμφής, ἐπιμωμητός, ἐπιμωματός, ἐπίρροθος