великолепие
Russian > Greek
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη