рассудительно
Russian > Greek
σωφρόνως, σεσωφρονισμένως, εὐλόγως, ἐμφρόνως, ἐχεφρόνως, νουνεχῶς, πεπνυμένως, πεφροντισμένως, λελογισμένως, φρονίμως
σωφρόνως, σεσωφρονισμένως, εὐλόγως, ἐμφρόνως, ἐχεφρόνως, νουνεχῶς, πεπνυμένως, πεφροντισμένως, λελογισμένως, φρονίμως