σεσωφρονισμένως
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. temperately, A.Supp.724.
German (Pape)
[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σωφρονίζω, mäßig, bescheiden, καὶ ἡσύχως, Aesch. Suppl. 705.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεσωφρονισμένως, adv. van ptc. perf. med. van σωφρονίζω, met ingetogenheid. Aeschl. Suppl. 724.
Russian (Dvoretsky)
σεσωφρονισμένως: adv. благоразумно, рассудительно (σ. καὶ ἡσύχως Aesch.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σωφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσωφρονισμένος του σωφρονίζω.
Greek (Liddell-Scott)
σεσωφρονισμένως: Ἐπίρρ. παθ. πρκμ., μετὰ σωφροσύνης, σωφρόνως, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 724.