мучительно
Russian > Greek
λυπηρῶς ;; ἀλγεινῶς ;; ἀνιαρῶς ;; πικρῶς ;; περιφλεγῶς ;; ἐπισμυγερῶς ;; ταλαιπώρως ;; ὀδυρτά ;; σμυγερῶς ;; μοχθηρῶς ;; δυσλόφως ;; βαρυστόνως ;; λυπρῶς ;; βαρέως ;; ἐπαχθῶς ;; χαλεπῶς
λυπηρῶς ;; ἀλγεινῶς ;; ἀνιαρῶς ;; πικρῶς ;; περιφλεγῶς ;; ἐπισμυγερῶς ;; ταλαιπώρως ;; ὀδυρτά ;; σμυγερῶς ;; μοχθηρῶς ;; δυσλόφως ;; βαρυστόνως ;; λυπρῶς ;; βαρέως ;; ἐπαχθῶς ;; χαλεπῶς