σμυγερῶς
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
French (Bailly abrégé)
adv.
misérablement.
Étymologie: στυγερός.
Russian (Dvoretsky)
σμῠγερῶς: с большим трудом, мучительно Soph.
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
adv.
misérablement.
Étymologie: στυγερός.
σμῠγερῶς: с большим трудом, мучительно Soph.