κεραυνοβολώ
Greek Monolingual
(ΑΜ κεραυνοβολῶ, κεραυνοβολέω) κεραυνοβόλος
1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω
2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός
νεοελλ.
καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο.
(ΑΜ κεραυνοβολῶ, κεραυνοβολέω) κεραυνοβόλος
1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω
2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός
νεοελλ.
καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο.