αφιδρύομαι

Revision as of 15:41, 6 June 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.