δάνειον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A loan, δ. ἀπαιτεῖν D.34.12; ἀποδοτέον Arist.EN 1164b32: pl., Men.Mon.97; σπέρματα δάνεια POxy.1262.16(ii A.D.): —written δάνιον, LXXDe.15.8,al.
German (Pape)
[Seite 522] τό, als Darlehn gegebenes od. empfangenes Geld, Arist. Eth. 9, 2; ἀπαιτεῖν, ἀποδιδόναι, Dem. 34. 12 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δάνειον: τό, (δάνος) ὡς παρ᾿ ἡμῖν, δ. ἀπαιτεῖν Δημ. 911. 3· ἀποδιδόναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 3· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
argent prêté à intérêts, prêt, créance ; dette.
Étymologie: δάνος¹.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 préstamo gener. de dinero, público o privado δ. ᾧ ὀφείλει ἀποδοτέον Arist.EN 1164b32, προσῄειν αὐτῷ ἀπαιτεῖν τὸ δ. D.34.12, ὀφείλομεν ... τὸ δ. τῷ χρήσαντι Artem.3.41, δ. δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται LXX De.15.8, τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότωσαν οἱ δεδα(νεισμένοι) PAmh.50.12 (II a.C.), cf. PLond.2002.24 (III a.C.), BGU 1961.9 (III a.C.), ὁμολογεῖ ... ἀπέχειν παρὰ Παοῦτος ... τὸ ἐπίβαλλον αὐτῷ μέρος δανείου οὗ ἔθετο Πατοῦς PGrenf.2.31.8 (II a.C.), κατὰ συγγραφὴν δανείου CPR 15.8.5 (I d.C.), ψιλὸν δ. préstamo sin garantía hipotecaria, PHamb.14.14 (III d.C.), συγχώρησις δανείου BGU 1132.30 (I d.C.), δανείου ... κομιδή devolución del préstamo, POxy.3466.15 (I d.C.), δ. ἔντοκον préstamo con intereses, PGen.9.1.14 (III d.C.)
•en pap. tb. en especie, de cebada PLond.1953.4 (III a.C.), de trigo τὸ δὲ δ. τοῦτο ἀποδότω ἡ δεδανεισμένη PAmh.46.4, cf. 47.6 (ambos II a.C.), de vino PAmh.47ue. (II a.C.), de simientes ἔσχο(ν) παρ(ὰ) ὑ(μῶν) εἰς δά(νειον) σπέρ(ματα) ... PChic.46.4 (II d.C.), cf. POxy.1262.16 (II d.C.).
2 contrato de préstamo δ. Λυσιμάχο(υ) πρὸ(ς) Πνᾶσιν δραχμῶν σκδ PMich.Teb.121ue.11.1, cf. 5.1 (I d.C.), κατὰ δ. τετελειω[μ] ένον διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γραφείου PLond.142.9 (I d.C.), τὸ δ. κύριον δισσὸν γραφέν PGen.9.2.13 (III d.C.).
3 deuda producto de un préstamo τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ Men.Mon.759, ἐπεὶ δ' οὐ μόνον τὰ κοινὰ κατανήλωτα<ι> καὶ δανείων δὲ πλῆθος ὑπογέγονεν pero como no sólo el tesoro público ha sido gastado sino que además el número de deudas se ha multiplicado, SEG 38.1476.52 (Janto III a.C.), ἁ πόλ[ις] ἐν δανείοις πλειόνεσσι ὑπάρχει διὲ τὸς ... πολέμος la ciudad ha contraído múltiples deudas de resultas de las guerras, ISE 99.10 (Cranón II a.C.), τὸ δ. ἀφῆκεν αὐτῷ le perdonó la deuda, Eu.Matt.18.27
•título de deuda Hierocl.Facet.161.
English (Strong)
from danos (a gift); probably akin to the base of δίδωμι; a loan: debt.
Greek Monotonic
δάνειον: τό (δάνος), δάνειο, δανεικά, πίστωση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δάνειον: (ᾰ) τό заем, ссуда под проценты или долг Dem., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάνειον -ου, τό [δάνος] lening:. δάνειον ᾧ ὀφείλει ἀποδοτέον een lening moet worden terugbetaald aan degene aan wie hij verschuldigd is Aristot. EN 1164b32.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:d£neion 打尼按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:借貸
字義溯源:貸款,債;源自(Δανιήλ)X*=禮物);或出自(διδῶ / δίδωμι)=給*)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 債(1) 太18:27