ψελλιστής

Revision as of 14:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A stammerer, Gloss.    II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).

Greek (Liddell-Scott)

ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.