θυλακίτης

Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= sq., only fem. θυλακῖτις μήκων the

   A common poppy (cf. θυλακίς), Dsc.4.64; θ. νάρδος,= ὀρεινὴ ν., Id.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.

Greek Monolingual

θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῑτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.