παρακαθιδρύω

Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

in Pass.,

   A to be placed by or near, τῇ θεῷ Plu.Caes. 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθιδρύω: ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9.

Greek Monolingual

Α
παθ. παρακαθιδρύομαι
τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτιδράκων ἱερὸς παρακαθίδρυται τῇ θεῷ κατὰ τὸν μῡθον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α)- + καθιδρύω «εγκαθιστώ, τοποθετώ, ιδρύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθιδρύω plaatsen naast, met dat.