συναναλύω

Revision as of 20:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Elean συναλλύω, in Med.,

   A remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).

Greek Monolingual

και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.

Greek Monolingual

και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.