Μόρυχος

Revision as of 10:23, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, epith. of dionysus in Sicily, from μορύσσω, because his face was

   A smeared with wine lees at the vintage: prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.94.    II as Adj. only in Adv. Comp. μορυχώτερον more obscurely, v. l. in Arist.Metaph.987a10, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.

Greek (Liddell-Scott)

Μόρῠχος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ἐν Σικελίᾳ, ἐκ τοῦ μορύσσω, ἐπειδὴ κατὰ τὸν τρυγητὸν ἤλειφον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τρυγὸς οἴνου, Σουΐδ.

Greek Monolingual

Μόρυχος, ὁ (Α)
1. προσωνυμία του θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού
2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — πάρα πολύ κουτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω.