Μόρυχος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
1 Morychus, epithet of Dionysus in Sicily, from μορύσσω, because his face was smeared with wine lees at the vintage: prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.94.
2 as adjective only in Adv. Comp. μορυχώτερον = more obscurely, v.l. in Arist.Metaph.987a10, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.
Greek (Liddell-Scott)
Μόρῠχος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ἐν Σικελίᾳ, ἐκ τοῦ μορύσσω, ἐπειδὴ κατὰ τὸν τρυγητὸν ἤλειφον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τρυγὸς οἴνου, Σουΐδ.
Greek Monolingual
Μόρυχος, ὁ (Α)
1. προσωνυμία του θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού
2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — πάρα πολύ κουτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. μορύσσω.