ὁ, (εὐθύνω)
A straightness, trans. of Hebr. Shur, Ph.1.576.
εὐθυσμός: ὁ, (εὐθύνω) τὸ εὐθὺ ποιεῖν τι, Φίλων 1. 576.
εὐθυσμός, ὁ (Α) ευθύνωτο να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα.