ίσιωμα

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

και ίσωμα, το ισιώνω/ισώνω
1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση
2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη
3. στον πληθ. τα ισιώματα
μικρές καλλιεργήσιμες λωρίδες γης ανάμεσα σε μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις, λόγω του ότι είναι πολύ επικλινείς ή πετρώδεις.