εὐθυσμός

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυσμός Medium diacritics: εὐθυσμός Low diacritics: ευθυσμός Capitals: ΕΥΘΥΣΜΟΣ
Transliteration A: euthysmós Transliteration B: euthysmos Transliteration C: efthysmos Beta Code: eu)qusmo/s

English (LSJ)

ὁ, (εὐθύνω) straightness, trans. of Hebr. Shur, Ph.1.576.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυσμός: ὁ, (εὐθύνω) τὸ εὐθὺ ποιεῖν τι, Φίλων 1. 576.

Greek Monolingual

εὐθυσμός, ὁ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα.