ἀλλακτός

Revision as of 11:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A equivalent, πρός τι Phld.Oec.pp.47,55J.: -τόν, τό,=a)na/foron, Arg. Ar.Ra.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que puede ser compensado, equivalente (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.Oec.p.47, cf. 55.
2 subst. τὸ ἀ. bastón o bordón ahorquillado para atar el hatillo de viaje, Ar.Ra.argumen.4.

Greek Monolingual

και -χτός, -ή, -ό (Α ἀλλακτός, -ή, -όν) [[[ἀλλάσσω]]]
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί
2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή
3. ιδιότροπος, παράξενος
4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό παιδί πραγματικής γυναίκας
β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και σάλεμα του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό
γ) άνθρωπος λιγόμυαλος και μισερός, παρλιακό
αρχ.
1. ο ίσης αξίας, ισοδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλακτόν το ανάφορον, το ξύλο τών αχθοφόρων, σκυτάλη, ρόπαλο.