μισερός
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. (για πρόσωπα) ανάπηρος, σωματικά ή διανοητικά, σακάτης
2. (για πράγματα) ατελής, κολοβός («μισερή δουλειά»)
3. αυτός που προξενεί αναπηρία («ανάμεσα απ' τη χώρα τη δαρμένη από το μισερό του ξεπεσμό σε είδανε», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισός + κατάλ. -ερός. Κατ' άλλους, το επίθ. σχηματίστηκε από μισός, αναλογικά προς το αντίθ. γερός. Τέλος, κατ' άλλους, από μσν. μυσερός < αρχ. μυσαρός.