ἐπιμύζω

Revision as of 14:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A murmur or mutter at another's words, αἱ δ' ἐπέμυξαν Il. 4.20 (also expld. as = ἐμυκτήρισαν, Trypho Trop.p.205S.):—Med., ἐπεμύξατο Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] (s. μύζω), dazu stöhnen, murren, Ausdruck des Unwillens, αἱ δ' ἐπέμυξαν Il. 4, 20. 8, 457, von einem unartikulirten, mit geschlossenen Lippen hervorgebrachten Laut, VLL. ἐπιμυκτηρίζω. – Das med. ἐπεμύξατο erkl. Hesych. ἐπεστέναξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύζω: κάμνω διὰ τῶν μυκτήρων τὸν ἦχον μῦ μῦ, «μουρμουρίζω» εἰς τὸ τέλος ὁμιλίας τινός, ὡς ἔφαθ’· αἱ δ’ ἐπέμυξαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη, «δυσανασχετοῦσαι ἐπεμυκτήρισαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 20, Θ. 457. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιμύζει· ἐπιστενάζει, ἐπιγογγύζει». ― Μέσ. ἐπεμύξατο· «ἐπεστέναξεν, ἐπεγόγγυσεν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπέμυξα;
murmurer contre.
Étymologie: ἐπί, μύζω.

English (Autenrieth)

(μύζω, ‘say μῦ’), aor. ἐπέμῦξαν: mutter, murmur at. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιμύζω (Α)
μουρμουρίζω, στενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύζω «μουρμουρίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιμύζω: μέλ. -ξω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω στα λόγια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύζω: (в ответ на что-л.) роптать, недовольно бормотать: ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐπέμυξαν Hom. так сказал (Зевс), (Афина же и Гера) возроптали.

Middle Liddell

fut. ξω
to murmur at one's words, Il.