ἐπίσταλμα

Revision as of 15:13, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό, ἐπιστέλλω)

   A commission, Thphr.Char.5.8.    II. official communication or order, PFay.26.4 (ii A.D.), Wilcken Chr.42.3, 8 (iv A.D.), Cod.Just.7.37.3.1c: pl., of Imperial letters, Just. Nov.167.1.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταλμα: τό, (ἐπιστέλλω) παραγγελία, καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ λέξις ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ordre, dépêche, commission.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

ἐπίσταλμα, τὸ (AM)
μσν.
στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα
αυτοκρατορικές επιστολές
αρχ.
1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.)
2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σταλμα < στέλλω, θ. σταλ- (ε-στάλ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπίσταλμα: -ατος, τό (ἐπιστέλλω), εντολή, παραγγελία, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ἐπίσταλμα, ατος, τό, ἐπιστέλλω
a commission, Theophr.