ἐξελασία

Revision as of 15:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A driving out cattle, Plb.12.4.10.    II intr., expedition, Ps.-Hdt.Vit.Hom.9.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, = Folgdm, Pol. 12, 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελᾰσία: ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκστρατεία, Ψευδο-Πλουτ. βίος Ὁμ. 9.

Greek Monolingual

ἐξελασία, η (AM) εξελαύνω
μσν.
επίθεση, επιδρομή
αρχ.
1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.)
2. εκστρατεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελᾰσία: ἡ pl. выгон скота в поле (ἐξελασίαι καὶ νομαί Polyb.).