Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξελαύνω

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

ἐξελαύνω (AM) ελαύνω
1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος
αρχ.
1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.)
2. (για άλογα και οχήματα) καταδιώκω, κυνηγώ από το ένα μέρος στο άλλο
3. βγάζω, οδηγώ έξω («ἐξελαύνειν νῆα ὅρμου»)
4. επιτίθεμαι
5. εξέρχομαι έφιππος
6. εξέρχομαι μετέχοντας σε πομπή
7. διώχνω, απαλλάσσομαι από κάποιον («ἐξελαύνων τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον», Πλούτ.)
8. βγάζω κάτι με το πλύσιμο («πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων», Καλλίμαχος)
9. αποβάλλω με χτύπημαχαμαὶ δὲ καὶ πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι», Ομ. Οδ.)
10. (για μέταλλα) κόβω σφυρηλατώντας.