ἐποίκτιστος
English (LSJ)
ον,
A pitiable, A.Ag.1221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποίκτιστος: -ον, ἄξιος οἴκτου, ἄθλιος, οἰκτρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de pitié, lamentable.
Étymologie: adj. verb. de ἐποικτίζω.
Greek Monolingual
ἐποίκτιστος, -ον (Α) εποικτίζω
αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος.
Greek Monotonic
ἐποίκτιστος: -ον, αξιολύπητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποίκτιστος: возбуждающий сострадание, душераздирающий Aesch.
Middle Liddell
ἐποίκτιστος, ον
pitiable, piteous, Aesch.