ἐποίκτιστος

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποίκτιστος Medium diacritics: ἐποίκτιστος Low diacritics: εποίκτιστος Capitals: ΕΠΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epoíktistos Transliteration B: epoiktistos Transliteration C: epoiktistos Beta Code: e)poi/ktistos

English (LSJ)

ἐποίκτιστον, pitiable, A.Ag.1221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de pitié, lamentable.
Étymologie: adj. verb. de ἐποικτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐποίκτιστος: возбуждающий сострадание, душераздирающий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποίκτιστος: -ον, ἄξιος οἴκτου, ἄθλιος, οἰκτρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221.

Greek Monolingual

ἐποίκτιστος, -ον (Α) εποικτίζω
αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἐποίκτιστος: -ον, αξιολύπητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐποίκτιστος, ον
pitiable, piteous, Aesch.