ἐπιφλεγής

Revision as of 15:56, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (φλέγω)

   A fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.

German (Pape)

[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.

Greek Monolingual

ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφλεγής: раскаленный, перен. огненно-красный, багровый (χρῶμα Arst.).