ἐπιφλεγής
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
ἐπιφλεγές, (φλέγω)fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.
German (Pape)
[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφλεγής: раскаленный, перен. огненно-красный, багровый (χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.
Greek Monolingual
ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).