τί ἦν εἶναι

Revision as of 16:59, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, as a Subst.,

   A v. εἰμί (sum) F.

Greek Monolingual

(τί ἦν εἶναι, τὸ) Α
αριστοτελικός όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση της φράσης ὄντως ὄν, της πραγματικής υπόστασης, της ουσίας ενός πράγματος.