ατος, τό, (δάσασθαι)
A share, portion, Hsch.
[Seite 523] τό, Antheil, Hesych.
δάσμα: τό, (δάσασθαι) = μερίδιον, μέρος, Ἡσύχ.
-ματος, τό reparto, porción Hsch.
δάσμα (-ατος), το (Α)μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δατέομαι (πρβλ. δασμός)].