δάσμα
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
-ατος, τό, (δάσασθαι) share, portion, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό reparto, porción Hsch.
German (Pape)
[Seite 523] τό, Anteil, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμα: τό, (δάσασθαι) = μερίδιον, μέρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
δάσμα (-ατος), το (Α)
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δατέομαι (πρβλ. δασμός)].