κακωτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv. -κῶς, διάγειν Id.165.34, cf. Sch.Epict.Ench.42.
German (Pape)
[Seite 1306] geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich, Schol. Il. 1, 10 u. öfter Sp.
Greek Monolingual
κακωτικός, -ή, -όν (AM) κακώ
αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός.
επίρρ...
κακωτικῶς (Α)
βλαπτικά, επιζήμια.