κακωτικός

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακωτικός Medium diacritics: κακωτικός Low diacritics: κακωτικός Capitals: ΚΑΚΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakōtikós Transliteration B: kakōtikos Transliteration C: kakotikos Beta Code: kakwtiko/s

English (LSJ)

κακωτική, κακωτικόν, hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv. κακωτικῶς, διάγειν Id.165.34, cf. Sch.Epict.Ench.42.

German (Pape)

[Seite 1306] geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich, Schol. Il. 1, 10 u. öfter Sp.

Greek Monolingual

κακωτικός, -ή, -όν (AM) κακώ
αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός.
επίρρ...
κακωτικῶς (Α)
βλαπτικά, επιζήμια.