παρακοπτικός

Revision as of 19:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A frantic, raving, Antyll. ap. Orib.9.13.7; gloss on παρακρουστικός, Erot., Gal.19.415.

German (Pape)

[Seite 484] ή, όν, wahnsinnig, auch Wahnsinn erzeugend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

παρακοπτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, μαντώδης, Γαλην. τ. 19, σ. 415, 7, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακόπτω
1. μανιώδης, παράφρων
2. (για νόσο) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μανία, τρέλα ή άνοια.