πευθήν

Revision as of 22:52, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ῆνος, ὁ,

   A inquirer, spy, Luc.Phal.1.10, Alex.23,37, Lib.Or. 4.25, al., Them.Or.34p.461Dind.; simply, questioner, ib.21.253c; περίεργοι καὶ π. inquisitive persons, Arr.Epict.2.23.10.

German (Pape)

[Seite 606] ῆνος, ὁ, Forscher, Horcher, Frager, Späher, Spion, Luc. Alex. 23. 37; Hesych. erkl. πιστοί, περίεργοι.

Greek (Liddell-Scott)

πευθήν: -ῆνος, ὁ, ἐρευνητής, κατάσκοπος, Φιλόξ. 2. 29, Λουκ. Φάλ. 1. 10, Ἀλέξ. 23, 37.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
espion.
Étymologie: πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ῆνος, ὁ, Α
1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος
2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι
3. περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ- του πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. -πτ-ήν: πέτομαι, λειχ-ήν: λείχω)].

Greek Monotonic

πευθήν: -ῆνος, ὁ, ερμηνευτής, κατάσκοπος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πευθήν: ῆνος ὁ разведчик, соглядатай Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πευθήν -ῆνος, ὁ [πεύθω] spion, informant.

Middle Liddell

πευθήν, ῆνος, ὁ,
an inquirer, spy, Luc. [from πεύθομαι