ἀντιρρέπω

Revision as of 00:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A counterpoise, balance, A.Ag.574; τινί Hp.Art.4: metaph., vacillate, ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρέπω: ῥέπω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, κάμνω τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ’ οὐκ ἀντιρρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 574· τινὶ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782: μεταφ., ἀμφιταλαντεύομαι, ἐπαμφοτερίζων δὲ τὴν γνώμην καὶ ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Φίλων 2. 170, κτλ.: πρβλ. ἀντίρροπος.

French (Bailly abrégé)

faire contrepoids.
Étymologie: ἀντί, ῥέπω.

Spanish (DGE)

1 hacer contrapeso, compensar abs. πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει el dolor no inclina la balanza A.A.571
c. dat. αὐτῷ Hp.Art.4.
2 fig. vacilar ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170.

Greek Monolingual

ἀντιρρέπω (Α)
1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος
2. ισορροπώ.

Greek Monotonic

ἀντιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω προς τη μια μεριά, αντισταθμίζω, ισοφαρίζω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρέπω: уравновешивать: οὐκ ἀ. Aesch. быть легче по весу или меньше.

Middle Liddell

to counterpoise, balance, Aesch.