σπαδονίζω

Revision as of 08:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

(σπάδων)

   A make flaccid, περὶ τοῖς ὀδοῦσι . . τὰς τῆς πιμελῆς κτηδόνας Sor.1.118.    2 metaph. in trans. sense, σ. τὸν ἦχον curtail, cramp, emasculate their sound, of the short vowels, D.H. Comp.14 (as v.l. for σπανίζει).

German (Pape)

[Seite 915] wie σπάω, reißen, zerren, ἦχον, D. Hal. de C. V. 14, Schaef. zu vgl. p. 162.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰδονίζω: (σπαδών)· ― σπ. τὸν ἦχον, ἔχω ἦχον ἀδύνατον, ἐκνευρισμένον, ἐπὶ τῶν βραχέων φωνηέντων, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.

Greek Monolingual

Α σπαδών, -όνος]
1. καθιστώ κάτι χαλαρό, χαλαρώνω
2. μτφ. (σχετικά με ήχο) περικόπτω, μειώνω, περιορίζω.