τό, =
A armus, ofella, ofla, Gloss.
τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ1. άρθρωση2. ώμος3. πλευρά αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].