κατανίζω
English (LSJ)
(pres. κατ-νίπτω Ph.2.45),
A wash well, ὄξει πάντα κ. Hp.Ulc. 27, cf.24; τὸν κηρόν Gal.13.743; γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18. II wash out, purge, αἱ διάρροιαι… -νιφθεῖσαι πεπαύσονται Hp. Prorrh.2.23; κατανίζεται τὸ σῶμα τοῖς οἴνοις Mnesith. ap. Ath.11.484a.
German (Pape)
[Seite 1365] (s. νίζω), begießen, besprengen; Hippocr.; Ath. XI, 484 a.
Greek (Liddell-Scott)
κατανίζω: μέλλ. -νίψω: ἀόρ. παθ. -ενίφθην·- καλῶς νίπτω, πλύνω, καταρραίνω· ὄξει πάντα κ. Ἱππ. 883Α, πρβλ. 881G· γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκρ. ἐν «Μεταλλ.» 18. ΙΙ. ἐκπλύνω, καθαρίζω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 166, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
κατανίζω (Α)
1. βρέχω καλά, καταβρέχω
2. πλένω καλά, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νίζω «πλένω κάτι»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-νίζω wassen, reinigen. Hp.