θειότης

Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A divine nature, divinity, LXX Wi.18.9,Ep.Rom.1.20, SIG867.31 (Ephesus, ii A.D.), Plu.2.665a, etc.    2 f.l.for ὁσιότης, Isoc.11.26, Plu.2.857a, and so prob. in Id.Sull.6.    II as title of Roman Emperors, Orib.1.1.1, SIG900.23 (Panamara, iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1192] ητος, ἡ, Göttlichkeit, göttliche Natur, göttliches Wesen, Plut. Symp. 4, 2, 2; bes. göttliche Schönheit, Ἡφαιστίωνος Luc. de calumn. 17. Bei Plut. Sull. 6 Vertrauen auf die Götter. – Bei Isocr. 11, 26 ist jetzt aus den besseren mss. ἀσκήσεις τῆς ὁσιότητος für θειότητος hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

θειότης: -ητος, ἡ, θεία φύσις, θεῖος χαρακτήρ, Πλούτ. 2. 665 Α, κτλ. 2) θρησκεία, τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, αὐτόθι 857A, ὁ αὐτ. Σύλλ. 6· ἀλλ’ ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις πιθανῶς ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι ὁσιότης (OC- ἀντὶ ΘΕ-)· ὡς ἐν Ἰσοκρ. 226D, ὁσιότητος διωρθώθη ἐκ τοῦ Cod. Urbin.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 nature divine, divinité;
2 confiance dans la divinité.
Étymologie: θεῖος¹.

Spanish

naturaleza divina, divinidad

English (Strong)

from θεῖος; divinity (abstractly): godhead.

English (Thayer)

θειότητος, ἡ, divinity, divine nature: Philo in opif. § 61at the end; Plutarch, symp. 665a.; Lucian, calumn. c. 17.) (Synonym: see θεότης.)

Greek Monotonic

θειότης: -ητος, ἡ, θεϊκή φύση, θεϊκή υπόσταση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θειότης: ητος ἡ θεῖος II]
1) божественность, божественный характер (τῆς ἀρετῆς Plut.; δύναμις καὶ θ. NT);
2) божественная красота (Ἡφαιοτίωνος Luc.);
3) (= ὁσιότης) вера в богов, благочестие Isocr., Plut.

Middle Liddell

θειότης, ητος,
divine nature, divinity, Plut.

Chinese

原文音譯:qeiÒthj 帖衣哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:神(安置著)
字義溯源:神性;源自(θεῖος)=似神的);而 (θεῖος)出自(θεός)*=神)。編號 (θειότης)與 (θεότης)的比較: (θειότης)=神性;說到神的屬性,性質。 (θεότης)=神格;說到神的本質,位格
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 神性(1) 羅1:20