συρραφή

Revision as of 11:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.