ἀβουλέω

Revision as of 12:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A to be unwilling, Pl.R.437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9.    II not to will, οὐ γὰρ -ῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.

German (Pape)

[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.

French (Bailly abrégé)

ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.

Spanish (DGE)

1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.

Greek Monotonic

ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).

Russian (Dvoretsky)

ἀβουλέω: не желать, не хотеть Plat.

Middle Liddell

privat., βούλομαι ἀβουλέω is an exception to the rule that α privat., cannot be comp. directly with Verbs.]
to be unwilling, Plat.