α- στερητικό

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

English

a-, an-, in-, un-, -less. alpha privative, alpha privative prefix, privative a, alpha privativum, indicating an opposite or lacking sense.

Alternative forms

  • ά-
  • άν- (used before a vowel)
  • αν- (used before a vowel)
  • ανα-
  • ανά-
  • ανε-
  • ανη-

Greek

ή αν- (πρό φωνήεντος)

1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
Παραδείγματα
άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
Παραδείγματα
αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
3. α- επιτακτικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
Παραδείγματα
ασκελής, αχανής, ατενής
4. α- ευφωνικό πρόθημα, που δεν επηρεάζει τη σημασία της λέξης
Παραδείγματα
αλισίβα, αλυγαριά, απάρθενος, απήγανος κ.ά.